πτωχεία

πτωχεία
η
1) бедность, нищета; 2) скудость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πτωχεία" в других словарях:

  • πτωχεία — πτωχείᾱ , πτωχεία beggary fem nom/voc/acc dual πτωχείᾱ , πτωχεία beggary fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχείᾳ — πτωχείᾱͅ , πτωχεία beggary fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχεία — ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. πτωχηίη Α βλ. φτώχεια …   Dictionary of Greek

  • πτώχεια — η βλ. φτώχεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτωχείας — πτωχείᾱς , πτωχεία beggary fem acc pl πτωχείᾱς , πτωχεία beggary fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχείαι — πτωχείᾱͅ , πτωχεία beggary fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχείαν — πτωχείᾱν , πτωχεία beggary fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχεῖαι — πτωχεία beggary fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχείαις — πτωχεία beggary fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχείης — πτωχεία beggary fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχηίην — πτωχεία beggary fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»